- ἰσοδύναμος
- ἰσοδύναμοςequal in forcemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοδύναμος — η, ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, ον) 1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος,… … Dictionary of Greek
ισοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια δύναμη, αξία ή σπουδαιότητα με κάτι άλλο: Ισοδύναμα κλάσματα. – Ισοδύναμες ομάδες. 2. αυτός που έχει ίδια σημασία: Ισοδύναμες προτάσεις. 3. Το ουδ. ως ουσ., ισοδύναμο δύναμη, ποσότητα ή αξία ίση προς κάποια άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοδυνάμως — ἰσοδύναμος equal in force adverbial ἰσοδύναμος equal in force masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδύναμον — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem acc sg ἰσοδύναμος equal in force neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδυνάμοις — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδυνάμου — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδυνάμους — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδυνάμων — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδυνάμῳ — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδύναμα — ἰσοδύναμος equal in force neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)